- ὀρόφωμα
- -ατος τό N 3 0-1-1-0-0=2 2 Chr 3,7; Ez 41,26ceiling, canopy
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὀρόφωμα — roof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορόφωμα — το (Α ὀρόφωμα) [οροφώ] οροφή, στέγη … Dictionary of Greek
ὀροφώμασι — ὀρόφωμα roof neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφώμασιν — ὀρόφωμα roof neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφώματα — ὀρόφωμα roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροφώματος — ὀρόφωμα roof neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ՁԵՂՈՒՆ — (ուան, անց.) NBH 2 0149 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. στέγη, ὅροφος, ὁρόφωμα tectum, tegmen στέγασμα contignatio, concameratio ἑπίβασις ascensus εἵλημα involucrum, integumentum. (լծ. յն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)